Τούτο το σπίτι στοίχειωσε... (Γιάννης Ρίτσος)

«Τοῦτο τὸ σπίτι στοίχειωσε, μὲ διώχνει –

θέλω νὰ πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τὰ καρφιὰ ξεκολλᾶνε,

τὰ κάδρα ρίχνονται σὰ νὰ βουτᾶνε στὸ κενό,

οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τὸ καπέλλο τοῦ πεθαμένου
ἀπ’ τὴν κρεμάστρα στὸ σκοτεινὸ διάδρομο
ὅπως πέφτει τὸ μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς ἀπ’ τὰ
γόνατά της ἢ ὅπως πέφτει μιὰ λουρίδα φεγγάρι στὴν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.


Τοῦτο τὸ σπίτι δὲ μὲ σηκώνει πιά.

Δὲν ἀντέχω νὰ τὸ σηκώνω στὴ ράχη μου.

Πρέπει πάντα νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις,

νὰ στεριώνεις τὸν τοῖχο μὲ τὸ μεγάλο μπουφὲ
νὰ στεριώνεις τὸν μπουφὲ μὲ τὸ πανάρχαιο σκαλιστὸ τραπέζι
νὰ στεριώνεις τὸ τραπέζι μὲ τὶς καρέκλες
νὰ στεριώνεις τὶς καρέκλες μὲ τὰ χέρια σου
νὰ βάζεις τὸν ὦμο σου κάτω ἀπ’ τὸ δοκάρι ποὺ κρέμασε.
Καὶ τὸ πιάνο, σὰ μαῦρο φέρετρο κλεισμένο.
Δὲ τολμᾶς νὰ τ’ ἀνοίξεις.
Ὅλο νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις, μὴν πέσουν,
μὴν πέσεις. Δὲν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου…

Τοῦτο τὸ σπίτι, παρ’ ὅλους τοὺς νεκρούς του,
δὲν ἐννοεῖ νὰ πεθάνει.
Ἐπιμένει νὰ ζῇ μὲ τοὺς νεκρούς του

νὰ ζῇ ἀπ’ τοὺς νεκρούς του

νὰ ζῇ ἀπ’ τὴ βεβαιότητα τοῦ θανάτου του καὶ νὰ

νοικοκυρεύει ἀκόμη τοὺς νεκρούς του σ’ ἑτοιμόρροπα
κρεββάτια καὶ ράφια.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.


Τοῦτο τὸ σπίτι μὲ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα

εἶναι σὰν τὸ βυθὸ τῆς θάλασσας.

Τὰ μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν

σὰ στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τὰ πιάτα σαλεύουν ἀργὰ σὰν τὶς μέδουσες,
φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στὰ μαλλιά μου
δὲν μπορῶ νὰ τὰ ξεκολλήσω ὕστερα,
δὲν μπορῶ ν’ ἀνέβω πάλι στὴν ἐπιφάνεια –
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ’ τὰ χέρια ἄηχος – σωριάζομαι
καὶ βλέπω τὶς φυσαλίδες ἀπ’ τὴν ἀνάσα μου
ν’ ἀνεβαίνουν, ν’ ἀνεβαίνουν
καὶ προσπαθῶ νὰ διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι ἀναρωτιέμαι τί θὰ λέει ἂν κάποιος βρίσκεται
ἀπὸ πάνω καὶ βλέπει αὐτὲς τὶς φυσαλίδες,
τάχα πὼς πνίγεται κάποιος ἢ πὼς ἕνας δύτης
ἀνιχνεύει τοὺς βυθούς;»


(Γιάννης Ρίτσος, απόσπασμα από τη «Σονάτα του σεληνόφωτος»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου