Η Σονάτα του Σεληνόφωτος... Γιάννης Ρίτσος

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει - θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε, τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα, όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα, στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής, απ’ τα γόνατά της, ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία - λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει - μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι, πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς, ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα, τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυό, σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει, ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.

Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια, όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο, τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα, ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι, εργάτες το αντικρινό γιαπί, ή να σκουπίζω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου· ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου