Ο Φοίβος ροδοκόκκινος αργοκυλά στη δύση
σέρνοντας σύννεφα χρυσά γι’ ασύγκριτη χλαμύδα·
σε λίγο πίσ’ απ’ το βουνό κει κάτω θε ν’ αφήσει
μισόσβηστη και θαμπερή την υστερνή τ’ αχτίδα.
Η θάλασσα π’ απλώνεται βουβή και νεκρωμένη
ανατριχιάζει κάποτε στα χάδια του αγέρα,
κι οι ψαροπούλες, ροδαλές στου ήλιου που πεθαίνει
το ματωμένο βλέμμα, ξανοίγονται ώς πέρα.
Η νύχτ’ απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι
και αφανίζει άπονα καθ’ ομορφιά και χάρη,
ακούγεται το άχαρο κελάδημα του γκιώνη
κι αργοπροβάλλει ντροπαλό τ’ ολόχλωμο φεγγάρι.
σέρνοντας σύννεφα χρυσά γι’ ασύγκριτη χλαμύδα·
σε λίγο πίσ’ απ’ το βουνό κει κάτω θε ν’ αφήσει
μισόσβηστη και θαμπερή την υστερνή τ’ αχτίδα.
Η θάλασσα π’ απλώνεται βουβή και νεκρωμένη
ανατριχιάζει κάποτε στα χάδια του αγέρα,
κι οι ψαροπούλες, ροδαλές στου ήλιου που πεθαίνει
το ματωμένο βλέμμα, ξανοίγονται ώς πέρα.
Η νύχτ’ απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι
και αφανίζει άπονα καθ’ ομορφιά και χάρη,
ακούγεται το άχαρο κελάδημα του γκιώνη
κι αργοπροβάλλει ντροπαλό τ’ ολόχλωμο φεγγάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου