Περί αιδούς ωδή.... Κυριάκος Κάππα.

Αιδώς αυτοίς, όπου Θεού την ύπαρξη αρνούμενοι, της υπερηφάνειας τους τον λογισμό στηρίζουν, πως πλάσμα ανώτερο στην πλάση δεν υπάρχει περ’ αυτών. 

Αιδώς αυτοίς, του έρωτα την ηδονή που λησμονάνε,, και την στιγμή που σπέρμα από μέσα τους ανάβλυσε πρώτη φορά θέλουνε να ξεχνούν, γιατί αμαρτία τους είπε κάποιος ειν’ μεγάλη.

Αιδώς αυτοίς, που θέλουν να μην βλέπουν πως τα πάντα ρέουν, κι επιμένουν να μην μπορούν να δουν τον θάνατο, στα κλάματα του βρέφους που η μαμή σφιχτά στα χέρια της κρατεί. 

Αιδώς αυτοίς, που για να μερώσουν την ψυχή από πέτρα που έχουν μέσα τους, αρέσκονται τα δένδρα απ’ όπου κούτσουρα θα κόψουν για να ζεσταθούν, να τα τραβούν και να τα βγάζουν με την ρίζα απ’ της γης τα σπλάχνα. 

Αιδώς αυτοίς, που ψάχνουν τον παράδεισο στον ουρανό να βρούνε, και δεν τον βλέπουν στ’ άδεια χέρια του ζητιάνου, στην μάννα που παρηγοριά γυρεύει, και στο παιδί που άλλο χρώμα απ’ το δικό μας έχει και δεν το χάιδεψε ποτέ κανείς.

Αιδώς αυτοίς, που δεν μπορούν να δούνε την ζωή που ακόμη εκεί είναι, στα γέρικα τα μάτια τα μεγάλα και στα χωρίς χρώμα αραιά μαλλιά, στα χείλη τα’ άσπρα τα στεγνά, και στα μάγουλα τα’ ανύπαρκτα τα ρουφηγμένα.

Αιδώς αυτοίς, τα όνειρά τους που δεν θέλουν ν’ αφηγούνται, να τα μοιράζονται με την μακρομαλλούσσα κόρη την ξανθιά και με τον γιό τους τον λεβέντη, γιατί και τα παιδιά τους τα ίδια θέλω ονειρεύονται.

Αιδώς αυτοίς, που μάθανε το χέρι να έχουν τεντωμένο το δεξί, και με τον δείκτη αυτόν που φταίει για όλα αδίστακτα να σημαδεύουνε, γιατί αυτοί σαν δικαστές ψυχή ‘χαν πάντα καθαρή, αφού τα χέρια πάντα πλένανε πριν σε δικάσουν.

Αιδώς αυτοίς, την άφεση που γύρεψαν για του Χριστού την σταύρωση, στου Ιούδα ‘κείνο στην Γεσθημανή στερνό φιλί, και δεν διστάσανε τον Βαραββά να ανταλλάξουνε, με ‘κείνον που έλεγε πως δρόμος της αγάπης θε να γίνει. 

Αιδώς αυτοίς, που δεν μύρισαν ποτέ την ευωδιά ενός ρόδου κόκκινου, γιατί φοβήθηκαν του μίσχου την όψη την τραχιά, και στάθηκαν απόμακροι να σεργιανάνε το δώρο της φύσης τούτο το ξεχωριστό.

Αιδώς αυτοίς, την κόλαση και τις φωτιές της επειδή πολύ φοβούνται, δεν έκαμαν σε πλάσμα αυτής της γης κακό ποτέ, μα μήτε και καλό θελήσανε να κάνουν σ’ άνθρωπο, μια και δεν ήταν απαραίτητο.

Αιδώς αυτοίς, όπου την γεύση την γλυκιά σαν νέκταρ του φιλιού του πρώτου δεν γυρεύουνε, να βρούνε πάλι σε χείλη ηδονικά σαρκώδη κόκκινα ξανά να την γευτούν, και λες και σ’ άλλονε αυτό συνέβη, από μακριά το διηγούνται και το σεργιανούν. 

Αιδώς αυτοίς, που δεν μπορούν να κλάψουν γιατί ο Ήλιος κάποτε θα πάψει να ανατέλλει, και τα’ άστρα τα όμορφα δεν θα χορέψουν λαμπερά ξανά, με τον Αυγερινό αντάμα και την Πούλια, μονάχοι μας για το κακό εμείς με πόνο θα θρηνούμε.

Αιδώς αυτοίς, της οργισμένης θάλασσας τον πόνο που χλευάσανε, και δεν κατάφεραν ποτέ ενώ το θέλανε να την διαβούν, και ‘κείνη που την χλεύη τους ποτέ δεν ξέχασε, σαν το τολμήσανε στα σπλάχνα της τους κράτησε βαθειά.

Αιδώς αυτοίς, τον θάνατο που τρέμουνε σαν έφτασε η ώρα να συναντηθούνε, όχι γιατί η ζωή τους τέλειωσε και δεν θα ζήσουν πια, μα επειδή του «θέλω κι άλλα» τους καρπούς, δεν πρόκαμαν να δοκιμάσουν. 

Αιδώς αυτοίς, που αρέσκονται θέλω και πρέπει στους άλλους να ορίζουνε, χωρίς ν’ αναλογίζονται στιγμή το πώς σοφή και δίκαιη η μοίρα είναι, και φρόντισε όλοι μας ν’ ανταμωθούμε πάλι, στου κόσμου ετούτου το στερνό το πρέπει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου