«Η Χώρα Χωρίς Γάτες» του Ευγένιου Τριβιζά.

Ζούσε κάποτε ένα ποντίκι, που ένιωθε φρίκη κάθε φορά που μια γάτα, όταν έπαιζε βιολί, του φώναζε: Σταμάτα! Δε μ’ αρέσει η μουσική! Ή όταν έτρωγε λίγο τυρί (μια σταλιά, όχι πολύ), του φώναζε η γάτα: Κλέφτη, το τυρί παράτα!
Κι ένιωθε φρίκη ακόμα όταν χιμούσε η γάτα μ’ ανοιχτό το στόμα κι άλλαζε χρώμα κι έπαιρνε δρόμο κι έτρεμαν τ’ αυτιά του κι η μακριά ουρά του από τον τρόμο!

Πάει μια μέρα στο γιατρό και με δάκρυα του λέει: Γιατρέ μου, δεν μπορώ! Έχω μια φοβία! Νιώθω φρίκη κι αγωνία όταν η γάτα αγριεμένη με στριμώχνει στη γωνία, ή όταν κάνω από το ράφι με το γιαούρτι να πηδήξω: «Θα σου κάνω!», μου φωνάζει, «Θα σου δείξω!», ή όταν του καλού καιρού κοιμάμαι, με ξυπνάει και μου λέει: «Πάμε, φίλε! Τελειώσανε τ’ αστεία, δε μ’ αρέσει η νηστεία!». Και να ‘ταν μόνο αυτό το μαρτύριό μου το φριχτό;
Νιώθω μια φρίκη ακόμα και μου ‘ρχεται η ψυχή στο στόμα, άμα τύχει να δω της γάτας το νύχι το μεγάλο και γαμψό!
Γι’ αυτό, γιατρέ μου, σε παρακαλώ, δως μου ένα γιατρικό!

Και είπε ο γιατρός που ήτανε σοφός και από τους ειδικούς ο παρα-ειδικός.
Είπε: Δυστυχώς δεν υπάρχει γιατρικό για τα συμπτώματά σου και την τρεμούλα της ουράς σου! Η ασπιρίνη δεν το λύνει το πρόβλημά σου, και κλύσμα δε γλιτώνεις από της γάτας το πείσμα και η ποντικοβιταμίνη πι που κάνει τα ποντίκια σαν αστραπή γοργά και τόσο αγριωπά που οι γάτες κάνουν πιπί δεν έχει ακόμα ανακαλυφτεί! Είναι φυσικό, βλέπεις, για ένα ποντίκι να νιώθει αγωνία όταν η γάτα το στριμώχνει στης κουζίνας τη γωνία κι όταν η γάτα ανοίγει το στόμα δέκα πήχες ν’ αλλάζει χρώμα και να του σηκώνονται οι τρίχες!
Αλλά… υπάρχει λύση! Για να μην τρέχουν δάκρυα σαν βρύση, σου συνιστώ, να πας στη Χώρα Χωρίς Γάτες που οι γάτες είναι φευγάτες, δηλαδή δεν υπάρχουν γάτες, για να κάνουνε απάτες κι οι τυρόπιτες είναι αφράτες!
Νόστιμο τυρί γεμάτες! Ευχαριστώ, γιατρέ μου!, είπε το ποντίκι.
Να ‘σαι καλά! Σ’ αποχαιρετώ! Πάω στη Χώρα Χωρίς Γάτες να εγκατασταθώ!

Έτσι, λοιπόν, μια και δυο έβγαλε διαβα-τύριο, αγόρασε εισιτύριο, και μια πυξίδα και κίνησε για το μακρινό ταξίδι με χαρά κι ελπίδα! Ταξίδεψε με αερόστατο, με φορτηγό, κάρο, μαούνα και θαλαμηγό, πέρασε από τη Φομφάη, το Πιπερού και τη Βαραγουάη, τις θάλασσες τις φουρτουνιασμένες τις εννέα και τα βουνά τα Πιρουνέα και του Πυρός την παγωμένη γη κι έφτασε στη Χώρα Χωρίς Γάτες μια ροδόλουστη αυγή!

Αλλά, δυστυχώς, ναι δυστυχώς, η Χώρα Χωρίς Γάτες ήτανε γεμάτη φάκες! Κι ο ποντικός μας ο φτωχός ένιωθε φρίκη και σκοτοδίνη κάθε φορά που άκουγε μια φάκα -χραπ- να κλείνει! Κι όποτε έβλεπε λίγο τυρί, φοβόταν ότι δε μπορεί, θα ‘ναι και μια φάκα κάπου εκεί!

Πάει ξανά σ’ ένα γιατρό, πιο σοφό, πιο ειδικό και του λέει: Γιατρέ μου, έχω μια φοβία! Πάντα η ίδια ιστορία κάθε φορά που ακούω μια φάκα -χραπ- να κλείνει! Κι όποτε από το κελάρι φεύγω με βιάση, φοβάμαι ότι κάποια φάκα θα με πιάσει! Αχ, γιατρέ μου, δεν μπορώ! Φάκες το δρόμο μου κλείνουν, δε μ’ αφήνουν να διαβώ! Φάκες από κει! Φάκες από δω! Άσε που η φοβία μου αυτή έχει τόσο πολύ γενικευτεί που φοβάμαι άμα βλέπω φάκες ή φακιόλια ή φακούς ή φύκια ή ακόμα και φακή! Γι’ αυτό, γιατρέ μου, σε παρακαλώ, σε ικετεύω, δως μου ένα γιατρικό για να μπορώ, ανάμεσα στις φάκες συρτάκι να χορεύω!

Και είπε ο γιατρός που ήτανε σοφός κι από τους ειδικούς ο παρα-παπα-ειδικός. Είπε: Δυστυχώς δεν υπάρχει γιατρικό για τα συμπτώματά σου, την τρεμούλα της ουράς σου, τη φοβία και τη σκοτοδίνη! Η ασπιρίνη το πρόβλημά σου δε το λύνει, αν σου κάνω ενέσεις, θα πονέσεις! Και η ποντικοβιταμίνη πι που κάνει τα ποντίκια τολμηρά και τα δόντια τους τόσο γερά που τις φάκες τις λυγίζουν, τα σίδερά τους τραγανίζουν και τα καταπίνουν στη στιγμή, ακόμα να ανακαλυφτεί! Είναι φυσικό, βλέπεις, για ένα ποντίκι να φοβάται ότι κάποια φάκα θα το πιάσει και τη ζωούλα του θα χάσει κι όταν ακούσει φάκα που κλείνει στην αυλή, να του κόβεται η χολή! Άλλα, αλλά λέω, υπάρχει μια λύση! Για να μην τρέχουν τα δάκρυά σου βρύση, σου συνιστώ να πας στη χώρα της ευτυχίας και της χαράς, δηλαδή στη Χώρα Χωρίς Γάτες και Χωρίς Φάκες! Που οι γάτες είναι φευγάτες και δεν υπάρχει ούτε μία φάκα έτσι για πλάκα, δηλαδή υπάρχει μια φάκα, αλλά έχει σκουριάσει και ποτέ της ποντίκι δεν έχει πιάσει! Και, που ’σαι, περιττό να σου πω ότι σ΄ αυτά τα μέρη φυτρώνει στα δέντρα το κασέρι!

Ευχαριστώ, γιατρέ μου, αυτό θα κάνω! Δε θα χαραμίσω τη ζωή μου εδώ σαν τους άλλους ποντικούς τους βλάκες, θα πάω με το πρώτο αεροπλάνο στη Χώρα που δεν έχει ούτε φάκες!

Κι αμέσως το ποντίκι βιαστικό αποχαιρέτησε τους φίλους του μ’ ένα μαντήλι, μ’ ένα λυγμό, πήγε τρεχάλα στο σταθμό, πήρε το τρένο με τα χρυσά βαγόνια, ταξίδεψε δυο μήνες και δυο χρόνια και κάτι στιγμούλες παραπάνω, μετά πήρε το αεροπλάνο, το καΐκι της γραμμής, ένα κρις κραφτ, ένα οτομοτρίς κι επιτέλους ένα βράδυ έφτασε κατά τις τρεις στη χώρα με τα δυο υπέροχα χωρίς! Τι όνειρο ήταν αυτό! Τι ευτυχία! Τι φούρνοι! Τι παντοπωλεία! Φιστίκια, κουλούρια και καρβέλια, αμυγδαλωτά στα ζαχαροπλαστεία, λίμνες από σιρόπι και παστέλια, βουνά από τυρί και φρυγανιές, μπισκότα, μακαρόνια και φιδές, και κουραμπιέδες και τσουρέκια αφράτα, κι ούτε μια φάκα τόση δα, ούτε μουστάκι από γάτα πουθενά!

Το ποντίκι ζούσε εκεί ζωή άνετη και τρυφηλή, με το χαμόγελο στα χείλη σαν να είχε επιτέλους βρει το τετράφυλλο τριφύλλι! Δοκίμαζε απ’ όλα, τραγάνιζε και μασουλούσε και πολύ καλοπερνούσε! Πρωί, βράδυ, μεσημέρι έτρωγε τυρί κασέρι! Έτρωγε παρμεζάνα τη μια μέρα και την άλλη έτρωγε γραβιέρα!
Την Κυριακή έκανε τσουλήθρα σε βουνά από μυζήθρα και τα περνούσε φίνα αλλά μετά από ένα μήνα άρχισε να το κουράζει η μονοτονία! Ούτε κυνηγητό ούτε κρυφτό! Τι ανείπωτη ανία! Δεν ένιωθε καμιά συγκίνηση. Όλη μέρα βαρεμάρα και χασμουρητό. Άσε που πάχυνε υπερβολικά επειδή του έλειπε η κίνηση! Και μια πλήξη! Επειδή δε βρισκόταν γάτα αγριεμένη τα νύχια να του δείξει, ούτε φάκες γύρω του απειλητικά ν’ ανοιγοκλείνουν, ούτε ψιψίνες να το ανακρίνουν! Κι έλεγε το ποντίκι: Βαριέμαι! Βαριέμαι! Βαρέθηκα να χασμουριέμαι! Αχ, να ‘βρισκα μια ψιψίνα να ψαχουλεύει στην κουζίνα! Όλα γύρω άνετα και πλούσια, αλλά τι τα θες; Κι η τυρόπιτα η πιο αφράτη μου φαίνεται ανούσια! Ανούσιος κι ο φιδές κι ο πιο νόστιμος μεζές! Δε χρειάζεται όμως να πάω σε γιατρό ειδικό ή παρα-ειδικό. Τα ‘μαθα τώρα. Είναι φυσικό για ένα ποντίκι να αισθάνεται μανία, να μη νιώθει καμία συγκίνηση και να παχύνει υπερβολικά επειδή του λείπει η κίνηση! Ξέρω τι πρέπει να κάνω! Το ξέρω και με το παραπάνω! Τη χώρα θα βρω που έχει τις πιο άφθονες φάκες και τις πιο επικίνδυνες γάτες! Εκεί θα πάω να εγκατασταθώ!

Τρέχει το ποντίκι στης βιβλιοθήκης το υπόγειο, σκαρφαλώνει στην παλιά υδρόγειο, ψάχνει μια μέρα και μια ώρα ώσπου επιτέλους βρίσκει τη Γατοφάκο-Φακογατοχώρα, που οι φάκες είναι πληθώρα κι η μια γάτα από την άλλα πιο άγρια και αιμοβόρα και λέει στον εαυτό του: Εμπρός! Προχώρα!
Πήγαινε αμέσως στη Γατοφάκο-Φακογατοχώρα!
Έτσι, λοιπόν, να μην τα πολυλογώ, το ποντίκι μια και δυο χωρίς να χάνει ώρα, πήγε στη Γατοφάκο-Φακογατοχώρα κι έζησε εκεί καλά με χαρές, συγκινήσεις και κυνηγητά και λαδωμένη τη μακριά του την ουρά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου